- μόρμορος
- μόρμορος· φόβος, Hsch.; cf. μέρμερος. [full] μορμορύζω,A = μορμολύττομαι, Phot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μόρμορος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φόβος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μορμώ (πρβλ. μορμολύττομαι)] … Dictionary of Greek
μορμολύττομαι — (ΑΜ) 1. τρομάζω κάποιον, εκφοβίζω, φοβίζω («πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταὐτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῑς;», Αριστοφ.) 2. φοβάμαι, σκιάζομαι, τρέμω («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώ με εκφραστική παρέκταση λυττ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μορμορωπός — μορμορωπός, όν (Α) φοβερός ως προς την όψη, άγριος, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρμορος + ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. αγρι ωπός] … Dictionary of Greek
μορμορύζει — (Α) [μόρμορος] (κατά τον Φώτ.) «ἐκφοβεῑ, παρὰ τὴν Μορμώ» … Dictionary of Greek
mormo(ro)- — mormo(ro) English meaning: fear, terror Deutsche Übersetzung: “Grausen, grausig, especially von Gespensterfurcht”? Material: Gk. μορμώ, μορμών f. “bugbear, spectre, bogeyman”, μόρμορος “fear”, μορμο λυκεῖον ‘schreckbild”, μορμο… … Proto-Indo-European etymological dictionary